οἰκήσιμος

οἰκήσιμος
οἰκ-ήσιμος, ον,
A habitable, Plb.3.55.9, Str.1.4.4, al., Arr.An.6.18.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰκήσιμος — habitable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικήσιμος — η, ο (Α οἰκήσιμος, ον) [οίκησις] αυτός που μπορεί να κατοικηθεί, που είναι κατάλληλος για κατοίκηση, κατοικήσιμος («ὑλοφόρα καὶ δενδροφόρα καὶ τὸ ὅλον οἰκήσιμά ἐστιν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • οικήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κατοικηθεί, κατοικήσιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκήσιμον — οἰκήσιμος habitable masc/fem acc sg οἰκήσιμος habitable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκησιμώτερα — οἰκήσιμος habitable neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκησίμου — οἰκήσιμος habitable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκησίμους — οἰκήσιμος habitable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκήσιμα — οἰκήσιμος habitable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκήσιμοι — οἰκήσιμος habitable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκήσιμ' — οἰκήσιμα , οἰκήσιμος habitable neut nom/voc/acc pl οἰκήσιμε , οἰκήσιμος habitable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”